ντερλικώνω

ντερλικώνω
(επιτιμητικά) τρώω λαίμαργα μεγάλες ποσότητες φαγητού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρατρώγω — ΝΜΑ, παρατρώω Ν νεοελλ. τρώγω υπερβολικά, ντερλικώνω (μσν αρχ.) (κυριολ. και μτφ.) δαγκώνω, τσιμπώ κρυφά στο πλάι, στην άκρη, κόβω με τα δόντια κάτι (α. «τίς τῆς ἐλάας παρέτραγεν;», Αριστοφ. β. «δικαστηρίων παρατρώγειν», Φιλόστρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”